Ἀνέμελη ἡ καρδιά μου,
βόλτα στήν φύση ἐπιθυμοῦσε,
φύλλα τροπικά, ἄνθη πολύχρωμα,
ταξίδι σ’ ἐπίγειο παράδεισο,
την θέωση ἀναζητώντας.
Πάνθηρας μαῦρος,
ἡ σκιά σου καραδοκοῦσε,
οὔτε κατάλαβα,
ποῦ ἡ άνάσα σου κρυβόταν;
ἀργά τήν ἀντιλήφθηκα,
καυτή σάν ἅρπάξε τὀ εἶναι μου.
Πῶς ν’ ἀντιδράσω πιά,
τί να με σώσει;
Τήν ψυχή μου ρουφοῦσες μέ λαχτάρα,
τ’ ἀκόρεστο κενό σου νά χορτάσεις,
κι ἐγώ παραδομένη ἀργοπέθαινα,
σέ μιά παράξενη ἡδονή.
Μαύρος πάνθηρας,
μάτια καθάρια γυάλινα,
δόντια ἀδυσώπητα,
ἔνστικτα ἀρχέγονα,
ἔρωτας τυλιγμένος μέ κίνδυνο.
Ἡ ἀνέμελη καρδιά μου κατασπαράχτηκε,
ὁ παράδεισος ἀποδείχτηκε κόλαση,
ἡ ψυχή μου ένεδύθη την λαγνεία,
ἡ μαύρη σου δύναμη κυριάρχησε,
ἀνατροπή ἀπρόσμενη.
(Ἰούλιος 2014)
Καλλιτεχνική/Ποιητική
συλλογή «Ἀγγίγματα Ζωγραφικῆς, σκιρτήματα τῆς Ποίησης"
© Μαρία Πανωραία
Κασσιδόκωστα
No comments:
Post a Comment